英文字典中文字典


英文字典中文字典51ZiDian.com



中文字典辞典   英文字典 a   b   c   d   e   f   g   h   i   j   k   l   m   n   o   p   q   r   s   t   u   v   w   x   y   z       







请输入英文单字,中文词皆可:


请选择你想看的字典辞典:
单词字典翻译
momentan查看 momentan 在百度字典中的解释百度英翻中〔查看〕
momentan查看 momentan 在Google字典中的解释Google英翻中〔查看〕
momentan查看 momentan 在Yahoo字典中的解释Yahoo英翻中〔查看〕





安装中文字典英文字典查询工具!


中文字典英文字典工具:
选择颜色:
输入中英文单字

































































英文字典中文字典相关资料:


  • ύφεση - Βικιλεξικό
    ύφεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕφε (σις) (χαλάρωση των χορδών μουσικού οργάνου, ελάττωση)+ -ση [1] < ὑφίημαι (υποχωρώ) < ὑπό (ύφ-) ἵημι ⮡ Η επιδημία παρουσίασε ύφεση ⮡ Μετά από πέντε χρόνια, η νόσος μου επιτέλους βρίσκεται σε ύφεση
  • ύφεση - Σημαίνει Σημασία Συνώνυμα Λεξικό Αντώνυμα Αντίθετα Ερμηνεία . . .
    Η Lexigram αναπτύσσει εκπαιδευτικό λογισμικό και ηλεκτρονικά λεξικά για τον σπουδαστή, τον εκπαιδευτικό και για όλους όσοι ενδιαφέρονται για την ελληνική γλώσσα
  • Συνώνυμα - Αντώνυμα | Πρότυπο Κέντρο Φιλολογικών Μαθημάτων
    ΣΥΝ: προσομοιάζω, συγγενεύω, είμαι φτυστός, έχω ομοιότητα με…
  • Ύφεση - μεταφράσεις, συνώνυμα, γραμματική, στατιστικά
    smanjenje, depresija, oproštenje, remisija, otpust, depresivnost, recesija, recesije, recesiju, recesiji, Λέξη: ύφεση Μεταφράσεις, συνώνυμα, στατιστικά, γραμματική - Dictionaries24 com
  • ύφεση - Ελληνικά ορισμός, γραμματική, προφορά, συνώνυμα και . . .
    Μάθετε τον ορισμό του "ύφεση" Ελέγξτε την προφορά, τα συνώνυμα και τη γραμματική Εξετάστε τα παραδείγματα χρήσης του "ύφεση" στο σύνολο της Ελληνικά γλώσσας
  • υφεση - Ελληνοαγγλικό Λεξικό WordReference. com
    Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «υφεση»
  • Τι ειναι ύφεση; - ti-einai. gr
    Ύφεση είναι ένας όρος που υποδηλώνει μία δραστηριότητα που μειώνεται γενικά Πολλές φορές συναντάμε τον όρο ύφεση στην οικονομία Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κατά μέσο όρο στο σύνολο, λιγοστεύουν οι επιχειρήσεις, μειώνονται οι τζίροι, τα έσοδα, οι θέσεις εργασίας και όλα αυτά
  • Ύφεση - Βικιπαίδεια
    Ύφεση ονομάζεται μία περίοδος κατά την οποία συρρικνώνονται για περισσότερα από δύο τρίμηνα η οικονομική παραγωγή και οι δείκτες στους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς όπως το προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό ΑΕΠ, η απασχόληση, και το εισόδημα [1][2] Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά τον προσδιορισμό της ύφεσης σε παγκόσμια κλίμακα, εξετάζει δ
  • Οικονομική ύφεση - Τι είναι, ορισμός και έννοια
    Η ύφεση χαρακτηρίζεται από την επιδείνωση της οικονομίας για τουλάχιστον δύο συνεχόμενα τρίμηνα Τείνουν να οδηγούν σε μείωση της κατανάλωσης, των επενδύσεων και της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών Αυτό, με τη σειρά του, προκαλεί απολύσεις των εργαζομένων και, επομένως, αυξάνει την ανεργία
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
    ύφεση η [ífesi] Ο33 : 1 υποχώρηση της έντασης με συνέπεια τη βελτίωση μιας οξυμμένης ή δυσάρεστης κατάστασης: H κακοκαιρία η επιδημία βρίσκεται σε ~ H σεισμική έξαρση παρουσίασε ~ Οι σχέσεις τους περνούν τώρα ένα στάδιο ύφεσης H ~ είναι η μόνη δυνατή πολιτική





中文字典-英文字典  2005-2009